- αυτογραφία
- ημέθοδος μεταφοράς, πάνω στη λιθογραφική πλάκα, ιχνών που έχουν προηγουμένως χαραχθεί σε ειδικό χαρτί με τη βοήθεια λιπαρής μελάνης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τηλ(ε)αυτογραφία — η, Ν μετάδοση κειμένου ή σχεδίου με τηλεαυτογράφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)αυτογράφος. Ο τ. τηλαυτογραφία παρτυρείται από το 1892 στο περιοδικό Προμηθεύς] … Dictionary of Greek
Сиотис, Динос — Динос Сиотис греч. Ντίνος Σιώτης Дата рождения: 19 декабря 1944(1944 12 19) (67 лет) Место рождения … Википедия
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
αυτογραφικός — ή, ό ο σχετικός με την αυτογραφία ή ο κατάλληλος γι αυτήν … Dictionary of Greek